- κελλαρίτης
- κελλ-ᾱρίτης [ῑ], ου, ὁ, = foreg., Stud.Pal.20.107.4 (iv A.D.), PKlein.Form.40 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κελλαρίτης — κελλαρίτης, ὁ (Α) βλ. κελαρίτης … Dictionary of Greek
κελλαρίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελλαρίτην — κελλαρίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελλαρίτου — κελλαρίτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελλαρίτῃ — κελλαρίτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαρίτης — κελαρίτης, ὁ (Μ, Α κελλαρίτης) [κελλάριον] 1. αποθηκάριος τροφίμων 2. μάγειρος … Dictionary of Greek